φειδωλῶς

φειδωλῶς
φειδωλός
sparing
adverbial
φειδωλός
sparing
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φειδωλώς — φειδωλῶς, ΝΜΑ, και φειδωλά Ν επίρρ. βλ. φειδωλός …   Dictionary of Greek

  • φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… …   Dictionary of Greek

  • λισχρώς — λισχρῶς (Α) [λίσχρος] επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «φειδωλῶς, σκνιφῶς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”